ημιθανής

ημιθανής
-ές (AM ἡμιθανής, -ές)
αυτός που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, σε κώμα, μισοπεθαμένος, σχεδόν νεκρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -θανής (< θνήσκω) πρβλ. αρτι-θανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἡμιθανής — half dead masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιθανῆ — ἡμιθανής half dead neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡμιθανής half dead masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡμιθανής half dead masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιθανεῖς — ἡμιθανής half dead masc/fem acc pl ἡμιθανής half dead masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιθανές — ἡμιθανής half dead masc/fem voc sg ἡμιθανής half dead neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιθανῶν — ἡμιθανής half dead masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • еле — еле (усиление), укр. єле, др. русск. еле, ѥлѣ, ѥль, ст. слав. ѥлѣ живъ ἡμιθανής (Лук. 10, 30, Мар., Зогр., Ассем., Савв.), также лѣ, болг. еле наконец , сербохорв. ле, ље̏ – усилит. част. в отрицательной конструкции, ср. словен. lė только, лишь …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • летеплый — тепловатый , псковск. (Даль.), укр. лiтеплий. Из *лѣ: ле (см. еле) и тёплый; см. Мi. ЕW 166; Брюкнер, KZ 42, 42. Ср. цслав. лѣживъ ἡμιθανής наряду с ележивъ …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ημίβιος — ἡμίβιος, ον (Α) μισοζωντανός, ημιθανής, μισοπεθαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βιος (< βίος), πρβλ. αμφί βιος, έμ βιος] …   Dictionary of Greek

  • ημίψυχος — ἡμίψυχος, ον (Α) μισοξεψυχισμένος, ημιθανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, πονό ψυχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”